- κυλιστικός
- κῠλ-ιστικός, ή, όν,A practised in rolling: Subst. κ., ὁ, wrestler, who struggles on while rolling in the dust, Sch.Pi.I.4.81.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλιστικός — κυλιστικός, ή, όν (Α) [κυλίνδω] 1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος … Dictionary of Greek
κυλιστικός — practised in rolling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek